ἐμπόνῳ

ἐμπόνῳ
ἔμπονος
patient of labour
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμπονώ — ἐμπονῶ ( έω) (AM) 1. κουράζομαι, εργάζομαι 2. (με αιτ.) επεξεργάζομαι, συμπληρώνω, τελειοποιώ («ἐμπονεῑν θεωρίαν», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεμπονώ — έω, Α καλλιεργώ επί πλέον («προσεμπονεῑν τὴν ἀρχαίαν γῆν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπονῶ «εργάζομαι, επεξεργάζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”